- κυοφορούμαι
- κυοφορούμαι, κυοφορήθηκα, κυοφορημένος βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
επικυοφορούμαι — ἐπικυοφοροῡμαι, έομαι (AM) κυοφορούμαι, φέρομαι ως έμβρυο μέσα στη μήτρα … Dictionary of Greek
συγκυούμαι — έομαι, Α 1. κυοφορούμαι ταυτοχρόνως μαζί με άλλον 2. μτφ. γεννιέμαι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κυῶ / οῦμαι «εγκυμονώ, κυοφορώ»] … Dictionary of Greek